- ηρινός
- ἠρινός, -ή, -όν (Α)1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.)2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινάκατά την άνοιξη («ὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός*, με συναίρεση].
Dictionary of Greek. 2013.